επισφράγιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επισφράγιση | οι | επισφραγίσεις |
| γενική | της | επισφράγισης* | των | επισφραγίσεων |
| αιτιατική | την | επισφράγιση | τις | επισφραγίσεις |
| κλητική | επισφράγιση | επισφραγίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επισφραγίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επισφράγιση < επισφραγίζω + -ση
Μεταφράσεις
επισφράγιση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.