χιτώνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χιτώνιο | τα | χιτώνια |
| γενική | του | χιτωνίου & χιτώνιου |
των | χιτωνίων |
| αιτιατική | το | χιτώνιο | τα | χιτώνια |
| κλητική | χιτώνιο | χιτώνια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

δύο χιτώνια στρατιωτικών στολών των ΗΠΑ (1918)
Ετυμολογία
- χιτώνιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χιτώνιον < χιτών + υποκοριστικό επίθημα -ιον [1]
- για τον όρο τεχνολογίας < άμεσο δάνειο από την αγγλική jacket
Ουσιαστικό
χιτώνιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
χιτώνιο
|
|
Αναφορές
- χιτώνιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.