κατασκεύασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατασκεύασμα | τα | κατασκευάσματα |
| γενική | του | κατασκευάσματος | των | κατασκευασμάτων |
| αιτιατική | το | κατασκεύασμα | τα | κατασκευάσματα |
| κλητική | κατασκεύασμα | κατασκευάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατασκεύασμα < αρχαία ελληνική κατασκεύασμα
Ουσιαστικό
κατασκεύασμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του κατασκευάζω
- (ειδικότερα) κακότεχνη ή αντιαισθητική κατασκευή
- (μεταφορικά) ψεύτικη υπόθεση ή κατάσταση που προβάλλεται ή στηρίζει κάτι
Μεταφράσεις
κατασκεύασμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.