επικεντρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επικεντρώνω < επίκεντρ(ο) + -ώνω. Συγκρίνετε με την ελληνιστική ἐπικεντροῦμαι (κατέχω καίριο σημείο).[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.cenˈdɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐κε‐ντρώ‐νω
Ρήμα
επικεντρώνω, αόρ.: επικέντρωσα, παθ.φωνή: επικεντρώνομαι, π.αόρ.: επικεντρώθηκα, μτχ.π.π.: επικεντρωμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επικεντρώνω | επικέντρωνα | θα επικεντρώνω | να επικεντρώνω | επικεντρώνοντας | |
| β' ενικ. | επικεντρώνεις | επικέντρωνες | θα επικεντρώνεις | να επικεντρώνεις | επικέντρωνε | |
| γ' ενικ. | επικεντρώνει | επικέντρωνε | θα επικεντρώνει | να επικεντρώνει | ||
| α' πληθ. | επικεντρώνουμε | επικεντρώναμε | θα επικεντρώνουμε | να επικεντρώνουμε | ||
| β' πληθ. | επικεντρώνετε | επικεντρώνατε | θα επικεντρώνετε | να επικεντρώνετε | επικεντρώνετε | |
| γ' πληθ. | επικεντρώνουν(ε) | επικέντρωναν επικεντρώναν(ε) |
θα επικεντρώνουν(ε) | να επικεντρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επικέντρωσα | θα επικεντρώσω | να επικεντρώσω | επικεντρώσει | ||
| β' ενικ. | επικέντρωσες | θα επικεντρώσεις | να επικεντρώσεις | επικέντρωσε | ||
| γ' ενικ. | επικέντρωσε | θα επικεντρώσει | να επικεντρώσει | |||
| α' πληθ. | επικεντρώσαμε | θα επικεντρώσουμε | να επικεντρώσουμε | |||
| β' πληθ. | επικεντρώσατε | θα επικεντρώσετε | να επικεντρώσετε | επικεντρώστε | ||
| γ' πληθ. | επικέντρωσαν επικεντρώσαν(ε) |
θα επικεντρώσουν(ε) | να επικεντρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επικεντρώσει | είχα επικεντρώσει | θα έχω επικεντρώσει | να έχω επικεντρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επικεντρώσει | είχες επικεντρώσει | θα έχεις επικεντρώσει | να έχεις επικεντρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επικεντρώσει | είχε επικεντρώσει | θα έχει επικεντρώσει | να έχει επικεντρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επικεντρώσει | είχαμε επικεντρώσει | θα έχουμε επικεντρώσει | να έχουμε επικεντρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επικεντρώσει | είχατε επικεντρώσει | θα έχετε επικεντρώσει | να έχετε επικεντρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επικεντρώσει | είχαν επικεντρώσει | θα έχουν επικεντρώσει | να έχουν επικεντρώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επικεντρώνομαι | επικεντρωνόμουν(α) | θα επικεντρώνομαι | να επικεντρώνομαι | ||
| β' ενικ. | επικεντρώνεσαι | επικεντρωνόσουν(α) | θα επικεντρώνεσαι | να επικεντρώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | επικεντρώνεται | επικεντρωνόταν(ε) | θα επικεντρώνεται | να επικεντρώνεται | ||
| α' πληθ. | επικεντρωνόμαστε | επικεντρωνόμαστε επικεντρωνόμασταν |
θα επικεντρωνόμαστε | να επικεντρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | επικεντρώνεστε | επικεντρωνόσαστε επικεντρωνόσασταν |
θα επικεντρώνεστε | να επικεντρώνεστε | (επικεντρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | επικεντρώνονται | επικεντρώνονταν επικεντρωνόντουσαν |
θα επικεντρώνονται | να επικεντρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επικεντρώθηκα | θα επικεντρωθώ | να επικεντρωθώ | επικεντρωθεί | ||
| β' ενικ. | επικεντρώθηκες | θα επικεντρωθείς | να επικεντρωθείς | επικεντρώσου | ||
| γ' ενικ. | επικεντρώθηκε | θα επικεντρωθεί | να επικεντρωθεί | |||
| α' πληθ. | επικεντρωθήκαμε | θα επικεντρωθούμε | να επικεντρωθούμε | |||
| β' πληθ. | επικεντρωθήκατε | θα επικεντρωθείτε | να επικεντρωθείτε | επικεντρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | επικεντρώθηκαν επικεντρωθήκαν(ε) |
θα επικεντρωθούν(ε) | να επικεντρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω επικεντρωθεί | είχα επικεντρωθεί | θα έχω επικεντρωθεί | να έχω επικεντρωθεί | επικεντρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις επικεντρωθεί | είχες επικεντρωθεί | θα έχεις επικεντρωθεί | να έχεις επικεντρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει επικεντρωθεί | είχε επικεντρωθεί | θα έχει επικεντρωθεί | να έχει επικεντρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε επικεντρωθεί | είχαμε επικεντρωθεί | θα έχουμε επικεντρωθεί | να έχουμε επικεντρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε επικεντρωθεί | είχατε επικεντρωθεί | θα έχετε επικεντρωθεί | να έχετε επικεντρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν επικεντρωθεί | είχαν επικεντρωθεί | θα έχουν επικεντρωθεί | να έχουν επικεντρωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι επικεντρωμένος - είμαστε, είστε, είναι επικεντρωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν επικεντρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν επικεντρωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι επικεντρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι επικεντρωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι επικεντρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι επικεντρωμένοι | |||||
Μεταφράσεις
επικεντρώνω
|
Αναφορές
- επικεντρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.