υπερκόσμιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερκόσμιος η υπερκόσμιος
& υπερκόσμια
το υπερκόσμιο
      γενική του υπερκόσμιου της υπερκόσμιου
& υπερκόσμιας
του υπερκόσμιου
    αιτιατική τον υπερκόσμιο την υπερκόσμιο
& υπερκόσμια
το υπερκόσμιο
     κλητική υπερκόσμιε υπερκόσμιε
& υπερκόσμια
υπερκόσμιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερκόσμιοι οι υπερκόσμιοι
& υπερκόσμιες
τα υπερκόσμια
      γενική των υπερκόσμιων των υπερκόσμιων των υπερκόσμιων
    αιτιατική τους υπερκόσμιους τις υπερκόσμιους
& υπερκόσμιες
τα υπερκόσμια
     κλητική υπερκόσμιοι υπερκόσμιοι
& υπερκόσμιες
υπερκόσμια
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερκόσμιος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

υπερκόσμιος, -ος/-α, -ο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Συγγενικά

  • υπερκοσμίως

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.