αναψυχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναψυχή οι αναψυχές
      γενική της αναψυχής των αναψυχών
    αιτιατική την αναψυχή τις αναψυχές
     κλητική αναψυχή αναψυχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναψυχή < αρχαία ελληνική ἀναψυχή < ἀναψύχω

Ουσιαστικό

αναψυχή θηλυκό

  1. η μη υποχρεωτική δραστηριότητα με σκοπό την σωματική ή ψυχική ανάπαυση, ανάταση ή ευεξία
  2. (παρωχημένο) η ανακούφιση, παρηγοριά
  3. (παρωχημένο) η χαρά, η ικανοποίηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.