έξοχα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.kso.xa/
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη υπέροχα
Μεταφράσεις
έξοχα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
έξοχα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του έξοχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.