εξιλασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εξιλασμός | οι | εξιλασμοί |
| γενική | του | εξιλασμού | των | εξιλασμών |
| αιτιατική | τον | εξιλασμό | τους | εξιλασμούς |
| κλητική | εξιλασμέ | εξιλασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξιλασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξιλασμός < αρχαία ελληνική ἐξιλάσκομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε εξ- + ιλασμός. → δείτε τη λέξη ιλαρός
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksi.laˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξι‐λα‐σμός
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ι‐λα‐σμός
Ουσιαστικό
εξιλασμός αρσενικό
- η συγκράτηση της οργής κάποιου και συνακόλουθη καταπράυνσή του
- η απόσπαση συγγνώμη]ς με την άμβλυνση του θυμού κάποιου
Εκφράσεις
- ημέρα εξιλασμού (ιουδαϊσμός, Yom Kippur)
Μεταφράσεις
εξιλασμός
|
→ δείτε τη λέξη εξιλέωση |
Πηγές
- εξιλασμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εξιλασμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.