ιλασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιλασμός οι ιλασμοί
      γενική του ιλασμού των ιλασμών
    αιτιατική τον ιλασμό τους ιλασμούς
     κλητική ιλασμέ ιλασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιλασμός < (ελληνιστική κοινή) ἱλασμός < αρχαία ελληνική ἱλάσκομαι

Ουσιαστικό

ιλασμός αρσενικό

(λόγιο)
  1. συγχώρεση
  2. εξιλέωση
  3. εξαγνισμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.