ιλασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιλασμός | οι | ιλασμοί |
| γενική | του | ιλασμού | των | ιλασμών |
| αιτιατική | τον | ιλασμό | τους | ιλασμούς |
| κλητική | ιλασμέ | ιλασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιλασμός < (ελληνιστική κοινή) ἱλασμός < αρχαία ελληνική ἱλάσκομαι
Μεταφράσεις
ιλασμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.