συγγνώμη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγγνώμη οι συγγνώμες
      γενική της συγγνώμης
    αιτιατική τη συγγνώμη τις συγγνώμες
     κλητική συγγνώμη συγγνώμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγγνώμη < αρχαία ελληνική συγγνώμη < συγγιγνώσκω < συγ- (< σύν) + γιγνώσκω & (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pardon[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /siŋˈɣno.mi/

Ουσιαστικό

συγγνώμη θηλυκό

  1. λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλώσει μετάνοια
    Ζητώ συγγνώμη για το λάθος μου, δεν θα το επαναλάβω.
  2. λέξη που χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσουμε τους άλλους ότι πρόκειται να τους ενοχλήσουμε ή να τους διακόψουμε
    Ο επιβάτης του λεωφορείου προσπάθησε να περάσει ανάμεσα στους όρθιους συνεπιβάτες του ζητώντας διαρκώς συγγνώμη.

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συγγνώμη < συγγιγνώσκω

Ουσιαστικό

συγγνώμη θηλυκό

  1. επιείκεια, θετική διάθεση
  2. συγγνώμη

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.