συγγνώμη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συγγνώμη | οι | συγγνώμες |
| γενική | της | συγγνώμης | — | |
| αιτιατική | τη | συγγνώμη | τις | συγγνώμες |
| κλητική | συγγνώμη | συγγνώμες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγγνώμη < αρχαία ελληνική συγγνώμη < συγγιγνώσκω < συγ- (< σύν) + γιγνώσκω & (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pardon[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /siŋˈɣno.mi/
Ουσιαστικό
συγγνώμη θηλυκό
- λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλώσει μετάνοια
- Ζητώ συγγνώμη για το λάθος μου, δεν θα το επαναλάβω.
- λέξη που χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσουμε τους άλλους ότι πρόκειται να τους ενοχλήσουμε ή να τους διακόψουμε
- Ο επιβάτης του λεωφορείου προσπάθησε να περάσει ανάμεσα στους όρθιους συνεπιβάτες του ζητώντας διαρκώς συγγνώμη.
- συγνώμη (απλούστερη προφορά)
Μεταφράσεις
συγγνώμη
Αναφορές
- συγγνώμη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- συγγνώμη < συγγιγνώσκω
Εκφράσεις
- συγγνώμην ἔχω: συγχωρώ
Πηγές
- συγγνώμη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συγγνώμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.