καταπράυνση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταπράυνση | οι | καταπραΰνσεις |
| γενική | της | καταπράυνσης* | των | καταπραΰνσεων |
| αιτιατική | την | καταπράυνση | τις | καταπραΰνσεις |
| κλητική | καταπράυνση | καταπραΰνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καταπραΰνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταπράυνση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταπράϋνσις
Συνώνυμα
Συγγενικά
- πράυνση
- → δείτε τις λέξεις καταπραΰνω και πράος
Μεταφράσεις
καταπράυνση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.