ἐξιλασμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐξιλασμός | οἱ | ἐξιλασμοί | ||||
| γενική | τοῦ | ἐξιλασμοῦ | τῶν | ἐξιλασμῶν | ||||
| δοτική | τῷ | ἐξιλασμῷ | τοῖς | ἐξιλασμοῖς | ||||
| αιτιατική | τὸν | ἐξιλασμόν | τοὺς | ἐξιλασμούς | ||||
| κλητική ὦ! | ἐξιλασμέ | ἐξιλασμοί | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐξιλασμώ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐξιλασμοῖν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἐξιλασμός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐξιλάσκομαι < ἐξ- + ἱλάσκομαι → δείτε τη λέξη ἵλαος.
Εκφράσεις
Πηγές
- ἐξιλασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.