ιουδαϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιουδαϊσμός | οι | ιουδαϊσμοί |
| γενική | του | ιουδαϊσμού | των | ιουδαϊσμών |
| αιτιατική | τον | ιουδαϊσμό | τους | ιουδαϊσμούς |
| κλητική | ιουδαϊσμέ | ιουδαϊσμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιουδαϊσμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἰουδαϊσμός[1] < Ἰουδαῖος, Ἰουδα- + -ισμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.u.ða.iˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ου‐δα‐ϊ‐σμός
- Κατηγορία:Ιουδαϊσμός στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Ιουδαϊσμός (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
-
ιουδαϊσμός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ιουδαϊσμός
|
Αναφορές
- ιουδαϊσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.