εξιλεωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξιλεωτικός η εξιλεωτική το εξιλεωτικό
      γενική του εξιλεωτικού της εξιλεωτικής του εξιλεωτικού
    αιτιατική τον εξιλεωτικό την εξιλεωτική το εξιλεωτικό
     κλητική εξιλεωτικέ εξιλεωτική εξιλεωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξιλεωτικοί οι εξιλεωτικές τα εξιλεωτικά
      γενική των εξιλεωτικών των εξιλεωτικών των εξιλεωτικών
    αιτιατική τους εξιλεωτικούς τις εξιλεωτικές τα εξιλεωτικά
     κλητική εξιλεωτικοί εξιλεωτικές εξιλεωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξιλεωτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξιλεωτικός [1] < αρχαία ελληνική ἐξιλεόω / ἐξιλεῶ + -τικός < ἐξ- + ἱλεόω < ἵλεως [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksi.le.o.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξιλεωτικός
παλιότερος συλλαβισμός: εξιλεωτικός

Επίθετο

εξιλεωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. εξιλεωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. s.v. εξιλεώνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.