ἐξιλάσκομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Συγγενικά
- ἀνεξίλαστος
- δυσεξίλαστος
- ἐξίλασις
- ἐξίλασμα
- ἐξιλασμός
- ἐξιλαστήριος
- ἐξιλαστικός
- ἐξιλεόω
- ἐξιλέωμα
- ἐξιλέωσις
- ἐξιλεωτός
- εὐεξίλαστος
- προεξιλεόομαι
Πηγές
- ἐξιλάσκομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐξιλάσκομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.