ἐξιλάσκομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐξιλάσκομαι < ἐξ- + ἱλάσκομαι  δείτε και τη λέξη ἵλαος

Ρήμα

ἐξιλάσκομαι

  1. εξευμενίζω
  2. εξιλεώνω
  3. (ελληνιστική σημασία) εξιλεώνω αμαρτία

Συγγενικά

  • ἀνεξίλαστος
  • δυσεξίλαστος
  • ἐξίλασις
  • ἐξίλασμα
  • ἐξιλασμός
  • ἐξιλαστήριος
  • ἐξιλαστικός
  • ἐξιλεόω
  • ἐξιλέωμα
  • ἐξιλέωσις
  • ἐξιλεωτός
  • εὐεξίλαστος
  • προεξιλεόομαι

 και δείτε τις λέξεις ἱλάσκομαι και ἵλαος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.