εξηντάχρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξηντάχρονος | η | εξηντάχρονη | το | εξηντάχρονο |
| γενική | του | εξηντάχρονου | της | εξηντάχρονης | του | εξηντάχρονου |
| αιτιατική | τον | εξηντάχρονο | την | εξηντάχρονη | το | εξηντάχρονο |
| κλητική | εξηντάχρονε | εξηντάχρονη | εξηντάχρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξηντάχρονοι | οι | εξηντάχρονες | τα | εξηντάχρονα |
| γενική | των | εξηντάχρονων | των | εξηντάχρονων | των | εξηντάχρονων |
| αιτιατική | τους | εξηντάχρονους | τις | εξηντάχρονες | τα | εξηντάχρονα |
| κλητική | εξηντάχρονοι | εξηντάχρονες | εξηντάχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
δεκάχρονος εικοσάχρονος τριαντάχρονος σαραντάχρονος πενηντάχρονος εξηντάχρονος εβδομηντάχρονος ογδοντάχρονος ενενηντάχρονος εκατοντάχρονος
Μεταφράσεις
εξηντάχρονος
|
→ δείτε τη λέξη εξηκοντούτης |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.