τριαντάχρονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριαντάχρονος η τριαντάχρονη το τριαντάχρονο
      γενική του τριαντάχρονου της τριαντάχρονης του τριαντάχρονου
    αιτιατική τον τριαντάχρονο την τριαντάχρονη το τριαντάχρονο
     κλητική τριαντάχρονε τριαντάχρονη τριαντάχρονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριαντάχρονοι οι τριαντάχρονες τα τριαντάχρονα
      γενική των τριαντάχρονων των τριαντάχρονων των τριαντάχρονων
    αιτιατική τους τριαντάχρονους τις τριαντάχρονες τα τριαντάχρονα
     κλητική τριαντάχρονοι τριαντάχρονες τριαντάχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τριαντάχρονος < τριάντα + -χρονος

Επίθετο

τριαντάχρονος, -η, -ο

  1. που είναι τριάντα χρονών
  2. που διαρκεί τριάντα χρόνια

Συγγενικά

δεκάχρονος εικοσάχρονος τριαντάχρονος σαραντάχρονος πενηντάχρονος εξηντάχρονος εβδομηντάχρονος ογδοντάχρονος ενενηντάχρονος εκατοντάχρονος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.