σαραντάχρονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαραντάχρονος η σαραντάχρονη το σαραντάχρονο
      γενική του σαραντάχρονου της σαραντάχρονης του σαραντάχρονου
    αιτιατική τον σαραντάχρονο τη σαραντάχρονη το σαραντάχρονο
     κλητική σαραντάχρονε σαραντάχρονη σαραντάχρονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαραντάχρονοι οι σαραντάχρονες τα σαραντάχρονα
      γενική των σαραντάχρονων των σαραντάχρονων των σαραντάχρονων
    αιτιατική τους σαραντάχρονους τις σαραντάχρονες τα σαραντάχρονα
     κλητική σαραντάχρονοι σαραντάχρονες σαραντάχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σαραντάχρονος < σαράντα + -χρονος

Επίθετο

σαραντάχρονος -η, -ο

  1. που έχει ηλικία σαράντα ετών
  2. που έχει διάρκεια σαράντα χρόνων
    ο ποιητής, στη σαραντάχρονη δημιουργική πορεία του, πέτυχε να αναγνωριστεί ως ο σημαντικότερος της γενιάς του

Συνώνυμα

Συγγενικά

δεκάχρονος εικοσάχρονος τριαντάχρονος σαραντάχρονος πενηντάχρονος εξηντάχρονος εβδομηντάχρονος ογδοντάχρονος ενενηντάχρονος εκατοντάχρονος

Ουσιαστικό

σαραντάχρονος αρσενικό (θηλυκό σαραντάχρονη)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.