εβδομηντάχρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εβδομηντάχρονος | η | εβδομηντάχρονη | το | εβδομηντάχρονο |
| γενική | του | εβδομηντάχρονου | της | εβδομηντάχρονης | του | εβδομηντάχρονου |
| αιτιατική | τον | εβδομηντάχρονο | την | εβδομηντάχρονη | το | εβδομηντάχρονο |
| κλητική | εβδομηντάχρονε | εβδομηντάχρονη | εβδομηντάχρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εβδομηντάχρονοι | οι | εβδομηντάχρονες | τα | εβδομηντάχρονα |
| γενική | των | εβδομηντάχρονων | των | εβδομηντάχρονων | των | εβδομηντάχρονων |
| αιτιατική | τους | εβδομηντάχρονους | τις | εβδομηντάχρονες | τα | εβδομηντάχρονα |
| κλητική | εβδομηντάχρονοι | εβδομηντάχρονες | εβδομηντάχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
- εβδομηντάχρονα
δεκάχρονος εικοσάχρονος τριαντάχρονος σαραντάχρονος πενηντάχρονος εξηντάχρονος εβδομηντάχρονος ογδοντάχρονος ενενηντάχρονος εκατοντάχρονος
Μεταφράσεις
εβδομηντάχρονος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.