εντεταλμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εντεταλμένος | η | εντεταλμένη | το | εντεταλμένο |
| γενική | του | εντεταλμένου | της | εντεταλμένης | του | εντεταλμένου |
| αιτιατική | τον | εντεταλμένο | την | εντεταλμένη | το | εντεταλμένο |
| κλητική | εντεταλμένε | εντεταλμένη | εντεταλμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εντεταλμένοι | οι | εντεταλμένες | τα | εντεταλμένα |
| γενική | των | εντεταλμένων | των | εντεταλμένων | των | εντεταλμένων |
| αιτιατική | τους | εντεταλμένους | τις | εντεταλμένες | τα | εντεταλμένα |
| κλητική | εντεταλμένοι | εντεταλμένες | εντεταλμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εντεταλμένος < αρχαία ελληνική ἐντεταλμένος < ἐντέλλομαι / μετοχή παθητικού παρακειμένου εντέλλομαι
Μετοχή
εντεταλμένος, -η, -ο
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
Εκφράσεις
- τα εντεταλμένα: οι διαταγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.