εντολοδόχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | εντολοδόχος | οι | εντολοδόχοι |
| γενική | του/της | εντολοδόχου | των | εντολοδόχων |
| αιτιατική | τον/την | εντολοδόχο | τους/τις | εντολοδόχους |
| κλητική | εντολοδόχε | εντολοδόχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εντολοδόχος < εντολ(ή) + -ο- + -δόχος (< (ελληνιστική κοινή) -δόχος < αρχαία ελληνική -δόκος < δέχομαι)
Ουσιαστικό
εντολοδόχος αρσενικό ή θηλυκό
Αντώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- εντολοδόχος πρωθυπουργός: (πολιτική) που έχει λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ασκεί τα σχετικά καθήκοντα, αλλά δεν έχει πάρει ακόμα ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.