εντολοδότης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εντολοδότης οι εντολοδότες
      γενική του εντολοδότη των εντολοδοτών
    αιτιατική τον εντολοδότη τους εντολοδότες
     κλητική εντολοδότη εντολοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εντολοδότης < εντολή + δότης

Ουσιαστικό

εντολοδότης αρσενικό (θηλυκό: εντολοδότρια)

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.