εντέλλομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εντέλλομαι < αρχαία ελληνική ἐντέλλομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /enˈde.lo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ντέλ‐λο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : εν‐τέλ‐λο‐μαι
Ρήμα
εντέλλομαι (αποθετικό ρήμα)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Συγγενικά
- ένταλμα
- εντεταλμένος
- εντελλόμενα
- εντελλόμενος
- εντολή
Μεταφράσεις
εντέλλομαι
- εντέλλομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εντέλλομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.