ενδιαφέρουσα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενδιαφέρουσα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του ενδιαφέρων

Ουσιαστικό

ενδιαφέρουσα θηλυκό

  1. η εγκυμοσύνη (πάντα με την πρόθεση σε)
    Υπέροχα φορέματα για νύφες (και όχι μόνο) σε ενδιαφέρουσα!

Σημειώσεις

  • η έκφραση σε ενδιαφέρουσα είναι γαλλισμός· από τη γαλλική έκφραση: (dans une) position intéressante

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος μετοχής

ενδιαφέρουσα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.