ελαιοφοβικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελαιοφοβικός | η | ελαιοφοβική | το | ελαιοφοβικό |
| γενική | του | ελαιοφοβικού | της | ελαιοφοβικής | του | ελαιοφοβικού |
| αιτιατική | τον | ελαιοφοβικό | την | ελαιοφοβική | το | ελαιοφοβικό |
| κλητική | ελαιοφοβικέ | ελαιοφοβική | ελαιοφοβικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελαιοφοβικοί | οι | ελαιοφοβικές | τα | ελαιοφοβικά |
| γενική | των | ελαιοφοβικών | των | ελαιοφοβικών | των | ελαιοφοβικών |
| αιτιατική | τους | ελαιοφοβικούς | τις | ελαιοφοβικές | τα | ελαιοφοβικά |
| κλητική | ελαιοφοβικοί | ελαιοφοβικές | ελαιοφοβικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ελαιοφοβικός < αγγλική oleophobic < λατινικά oleum + αρχαία ελληνικά φόβος
Επίθετο
ελαιοφοβικός, -ή, -ό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ελαιοφοβικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.