παντοφοβικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παντοφοβικός η παντοφοβική το παντοφοβικό
      γενική του παντοφοβικού της παντοφοβικής του παντοφοβικού
    αιτιατική τον παντοφοβικό την παντοφοβική το παντοφοβικό
     κλητική παντοφοβικέ παντοφοβική παντοφοβικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παντοφοβικοί οι παντοφοβικές τα παντοφοβικά
      γενική των παντοφοβικών των παντοφοβικών των παντοφοβικών
    αιτιατική τους παντοφοβικούς τις παντοφοβικές τα παντοφοβικά
     κλητική παντοφοβικοί παντοφοβικές παντοφοβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παντοφοβικός < παντο- + φοβικός ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλικά pantophobic/pantophobia)

Επίθετο

παντοφοβικός αρσενικό

  1. αυτός που είναι σχετικός ή αναφέρεται σε υλικό που απωθεί ή δεν απορροφά (σχεδόν) τα πάντα
    Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, στις ΗΠΑ, δημιούργησαν «παντοφοβικά» υφάσματα τα οποία με τη βοήθεια μιας «αέρινης» επίστρωσης απωθούν ακόμη και τους πιο δυνατούς «εχθρούς» όπως π.χ. το λάδι, το πετρέλαιο και το οξύ. (εφημερίδα Το Βήμα, 18/1/2013)
  2. αυτός που φοβάται (σχεδόν) τα πάντα

Συγγενικά

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παντοφοβικός οι παντοφοβικοί
      γενική του παντοφοβικού των παντοφοβικών
    αιτιατική τον παντοφοβικό τους παντοφοβικούς
     κλητική παντοφοβικέ παντοφοβικοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

παντοφοβικός

  • αυτός που φοβάται (σχεδόν) τα πάντα
    Για να γίνεται διακριτή αυτή η διαταραχή, αναφέρεται ως παντοφοβία. Ο παντοφοβικός φοβάται τα πάντα. Ο σωστός παντοφοβικός φοβάται τα πάντα πολύ, χωρίς διακρίσεις και διαβαθμίσεις (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 14/11/2009)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.