υδροφοβικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδροφοβικός η υδροφοβική το υδροφοβικό
      γενική του υδροφοβικού της υδροφοβικής του υδροφοβικού
    αιτιατική τον υδροφοβικό την υδροφοβική το υδροφοβικό
     κλητική υδροφοβικέ υδροφοβική υδροφοβικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδροφοβικοί οι υδροφοβικές τα υδροφοβικά
      γενική των υδροφοβικών των υδροφοβικών των υδροφοβικών
    αιτιατική τους υδροφοβικούς τις υδροφοβικές τα υδροφοβικά
     κλητική υδροφοβικοί υδροφοβικές υδροφοβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υδροφοβικός < υδροφοβία + -ικός

Επίθετο

υδροφοβικός

  • που έχει σχέση με την υδροφοβία ή αναφέρεται σ' αυτήν
    Ένα υδροφοβικό ύφασμα νέας γενιάς το οποίο διώχνει νερό και ιδρώτα ανέπτυξαν αμερικανοί ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Ντέιβις. (εφημερίδα Το Βήμα, 26/5/2013, σελ. 30)

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.