ελαιοαπωθητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελαιοαπωθητικός | η | ελαιοαπωθητική | το | ελαιοαπωθητικό |
| γενική | του | ελαιοαπωθητικού | της | ελαιοαπωθητικής | του | ελαιοαπωθητικού |
| αιτιατική | τον | ελαιοαπωθητικό | την | ελαιοαπωθητική | το | ελαιοαπωθητικό |
| κλητική | ελαιοαπωθητικέ | ελαιοαπωθητική | ελαιοαπωθητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελαιοαπωθητικοί | οι | ελαιοαπωθητικές | τα | ελαιοαπωθητικά |
| γενική | των | ελαιοαπωθητικών | των | ελαιοαπωθητικών | των | ελαιοαπωθητικών |
| αιτιατική | τους | ελαιοαπωθητικούς | τις | ελαιοαπωθητικές | τα | ελαιοαπωθητικά |
| κλητική | ελαιοαπωθητικοί | ελαιοαπωθητικές | ελαιοαπωθητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ελαιοαπωθητικός < έλαιο + -ο- + απωθητικός ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) oleophobic)
Επίθετο
ελαιοαπωθητικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
ελαιοαπωθητικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.