ταμπλέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταμπλέτα | οι | ταμπλέτες |
| γενική | της | ταμπλέτας | των | ταμπλετών |
| αιτιατική | την | ταμπλέτα | τις | ταμπλέτες |
| κλητική | ταμπλέτα | ταμπλέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ταμπλέτα (3)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ταμπλέτα θηλυκό
- χάπι, δισκίο φαρμάκου
- λεπτό επίπεδο αντικείμενο σε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου με στρογγυλεμένες άκρες που περιέχει κάποια χημική ουσία
- εντομοαπωθητικές ταμπλέτες
- είδος φορητού υπολογιστή, μικρών διαστάσεων, χωρίς πληκτρολόγιο και με οθόνη αφής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.