εκτιμητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκτιμητής | οι | εκτιμητές |
| γενική | του | εκτιμητή | των | εκτιμητών |
| αιτιατική | τον | εκτιμητή | τους | εκτιμητές |
| κλητική | εκτιμητή | εκτιμητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εκτιμητής αρσενικό (θηλυκό εκτιμήτρια)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- εκτιμητικός
- → δείτε τις λέξεις εκτιμώ και τιμώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.