στιμάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στιμάρω < μεσαιωνική ελληνική στιμάρω < ιταλική stimare < λατινική aestimare, απαρέμφατο ενεστώτα του aestimo < aes
Ρήμα
στιμάρω
- (λαϊκότροπο) (ιδιωματικό) προσδιορίζω την αξία, εκτιμώ, αξιολογώ
- Ο αγροφύλακας θα στιμάρει τη ζημιά που έκαναν τα ξένα ζώα στο χωράφι μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.