εισηγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εισηγμένος | η | εισηγμένη | το | εισηγμένο |
| γενική | του | εισηγμένου | της | εισηγμένης | του | εισηγμένου |
| αιτιατική | τον | εισηγμένο | την | εισηγμένη | το | εισηγμένο |
| κλητική | εισηγμένε | εισηγμένη | εισηγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εισηγμένοι | οι | εισηγμένες | τα | εισηγμένα |
| γενική | των | εισηγμένων | των | εισηγμένων | των | εισηγμένων |
| αιτιατική | τους | εισηγμένους | τις | εισηγμένες | τα | εισηγμένα |
| κλητική | εισηγμένοι | εισηγμένες | εισηγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εισηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εισάγομαι
Μετοχή
εισηγμένος, εισηγμένη, εισηγμένο
- που έχει εισαχθεί από το εξωτερικό, ξενόφερτος
- εισηγμένο προϊόν/όρος εισηγμένος από... (άλλη γλωσσα)
- που έχει εισαχθεί στο χρηματιστήριο
- εισηγμένη εταιρία/μετοχή
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.