εισηγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εισηγμένος η εισηγμένη το εισηγμένο
      γενική του εισηγμένου της εισηγμένης του εισηγμένου
    αιτιατική τον εισηγμένο την εισηγμένη το εισηγμένο
     κλητική εισηγμένε εισηγμένη εισηγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εισηγμένοι οι εισηγμένες τα εισηγμένα
      γενική των εισηγμένων των εισηγμένων των εισηγμένων
    αιτιατική τους εισηγμένους τις εισηγμένες τα εισηγμένα
     κλητική εισηγμένοι εισηγμένες εισηγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εισηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εισάγομαι

Μετοχή

εισηγμένος, εισηγμένη, εισηγμένο

  1. που έχει εισαχθεί από το εξωτερικό, ξενόφερτος
    • εισηγμένο προϊόν/όρος εισηγμένος από... (άλλη γλωσσα)
  2. που έχει εισαχθεί στο χρηματιστήριο
    • εισηγμένη εταιρία/μετοχή

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για εταιρείες και μετοχές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.