εισηγμένων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

εισηγμένων

  1. γενική πληθυντικού του εισηγμένος
  2. γενική πληθυντικού του εισηγμένη
  3. γενική πληθυντικού του εισηγμένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.