ξενόφερτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξενόφερτος | η | ξενόφερτη | το | ξενόφερτο |
| γενική | του | ξενόφερτου | της | ξενόφερτης | του | ξενόφερτου |
| αιτιατική | τον | ξενόφερτο | την | ξενόφερτη | το | ξενόφερτο |
| κλητική | ξενόφερτε | ξενόφερτη | ξενόφερτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξενόφερτοι | οι | ξενόφερτες | τα | ξενόφερτα |
| γενική | των | ξενόφερτων | των | ξενόφερτων | των | ξενόφερτων |
| αιτιατική | τους | ξενόφερτους | τις | ξενόφερτες | τα | ξενόφερτα |
| κλητική | ξενόφερτοι | ξενόφερτες | ξενόφερτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ξενόφερτος, -ή -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει έρθει από ξένα, από άλλη χώρα
- για θεσμούς, ήθη, συνήθειες, λέξεις κ.λπ. που έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό και που συνήθως δεν έχουν αφομοιωθεί από τους ντόπιους
Συγγενικά
- ξενοφερμένος
Μεταφράσεις
ξενόφερτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.