ξενόφερτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενόφερτος η ξενόφερτη το ξενόφερτο
      γενική του ξενόφερτου της ξενόφερτης του ξενόφερτου
    αιτιατική τον ξενόφερτο την ξενόφερτη το ξενόφερτο
     κλητική ξενόφερτε ξενόφερτη ξενόφερτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενόφερτοι οι ξενόφερτες τα ξενόφερτα
      γενική των ξενόφερτων των ξενόφερτων των ξενόφερτων
    αιτιατική τους ξενόφερτους τις ξενόφερτες τα ξενόφερτα
     κλητική ξενόφερτοι ξενόφερτες ξενόφερτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξενόφερτος < ξέν(α) + -ό- + φερτός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

ξενόφερτος, -ή -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει έρθει από ξένα, από άλλη χώρα
  2. για θεσμούς, ήθη, συνήθειες, λέξεις κ.λπ. που έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό και που συνήθως δεν έχουν αφομοιωθεί από τους ντόπιους

Συγγενικά

  • ξενοφερμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.