χωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χωμένος | η | χωμένη | το | χωμένο |
| γενική | του | χωμένου | της | χωμένης | του | χωμένου |
| αιτιατική | τον | χωμένο | τη | χωμένη | το | χωμένο |
| κλητική | χωμένε | χωμένη | χωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χωμένοι | οι | χωμένες | τα | χωμένα |
| γενική | των | χωμένων | των | χωμένων | των | χωμένων |
| αιτιατική | τους | χωμένους | τις | χωμένες | τα | χωμένα |
| κλητική | χωμένοι | χωμένες | χωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χώνω
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
χωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.