κύησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κύησῐς αἱ κυήσεις
      γενική τῆς κυήσεως τῶν κυήσεων
      δοτική τῇ κυήσει ταῖς κυήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κύησῐν τὰς κυήσεις
     κλητική ! κύησῐ κυήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυήσει
γεν-δοτ τοῖν  κυησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κύησις < κυέω / κυῶ, κυη- + -σις

Ουσιαστικό

κύησις, -εως θηλυκό

Σύνθετα

  • ἀποκύησις
  • ἐγκύησις
  • ἐπικύησις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.