εργάσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εργάσιμος | η | εργάσιμη | το | εργάσιμο |
| γενική | του | εργάσιμου | της | εργάσιμης | του | εργάσιμου |
| αιτιατική | τον | εργάσιμο | την | εργάσιμη | το | εργάσιμο |
| κλητική | εργάσιμε | εργάσιμη | εργάσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εργάσιμοι | οι | εργάσιμες | τα | εργάσιμα |
| γενική | των | εργάσιμων | των | εργάσιμων | των | εργάσιμων |
| αιτιατική | τους | εργάσιμους | τις | εργάσιμες | τα | εργάσιμα |
| κλητική | εργάσιμοι | εργάσιμες | εργάσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εργάσιμος < (ελληνιστική κοινή) ἐργάσιμος
Επίθετο
εργάσιμος, -η, -ο
- χαρακτηρισμός για ημέρα ή ώρα ή άλλο χρονικό διάστημα κατά το οποίο εργάζεται κάποιος
- για τους υπαλλήλους των εμπορικών το Σάββατο είναι εργάσιμη ημέρα
- εργάσιμος χρόνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.