βδομάδα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βδομάδα < εβδομάδα, με σίγηση του αρχικού άτονου φωνήεντος<αρχαία ελληνική βδομάς
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βδομάδα οι βδομάδες
      γενική της βδομάδας των βδομάδων
    αιτιατική τη βδομάδα τις βδομάδες
     κλητική βδομάδα βδομάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

βδομάδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.