βδομάδα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
βδομάδα
<
εβδομάδα
, με σίγηση του αρχικού άτονου φωνήεντος<
αρχαία ελληνική
βδομάς
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βδομάδ
α
οι
βδομάδ
ες
γενική
της
βδομάδ
ας
των
βδομάδ
ων
αιτιατική
τη
βδομάδ
α
τις
βδομάδ
ες
κλητική
βδομάδ
α
βδομάδ
ες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
βδομάδα
θηλυκό
η
εβδομάδα
Μεταφράσεις
βδομάδα
αγγλικά
:
week
(en)
γαλλικά
:
semaine
(fr)
γερμανικά
:
Woche
(de)
εσπεράντο
:
semajno
(eo)
ισπανικά
:
semana
(es)
ιταλικά
:
settimana
(it)
πολωνικά
:
tydzień
(pl)
ρωσικά
:
неделя
(ru)
σλοβακικά
:
týždeň
(sk)
τσεχικά
:
týden
(cs)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.