δωδεκάχρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δωδεκάχρονος | η | δωδεκάχρονη | το | δωδεκάχρονο |
| γενική | του | δωδεκάχρονου | της | δωδεκάχρονης | του | δωδεκάχρονου |
| αιτιατική | τον | δωδεκάχρονο | τη | δωδεκάχρονη | το | δωδεκάχρονο |
| κλητική | δωδεκάχρονε | δωδεκάχρονη | δωδεκάχρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δωδεκάχρονοι | οι | δωδεκάχρονες | τα | δωδεκάχρονα |
| γενική | των | δωδεκάχρονων | των | δωδεκάχρονων | των | δωδεκάχρονων |
| αιτιατική | τους | δωδεκάχρονους | τις | δωδεκάχρονες | τα | δωδεκάχρονα |
| κλητική | δωδεκάχρονοι | δωδεκάχρονες | δωδεκάχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
εξάχρονος επτάχρονος / εφτάχρονος οκτάχρονος / οχτάχρονος εννιάχρονος δεκάχρονος εντεκάχρονος / ενδεκάχρονος δωδεκάχρονος δεκατριάχρονος δεκατετράχρονος δεκαπεντάχρονος ... εικοσάχρονος
Μεταφράσεις
δωδεκάχρονος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.