δωδεκαετής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δωδεκαετής η δωδεκαετής το δωδεκαετές
      γενική του δωδεκαετούς* της δωδεκαετούς του δωδεκαετούς
    αιτιατική τον δωδεκαετή τη δωδεκαετή το δωδεκαετές
     κλητική δωδεκαετή(ς) δωδεκαετής δωδεκαετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δωδεκαετείς οι δωδεκαετείς τα δωδεκαετή
      γενική των δωδεκαετών των δωδεκαετών των δωδεκαετών
    αιτιατική τους δωδεκαετείς τις δωδεκαετείς τα δωδεκαετή
     κλητική δωδεκαετείς δωδεκαετείς δωδεκαετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δωδεκαετής < αρχαία ελληνική δωδεκαετής < δώδεκα + -ετής

Επίθετο

δωδεκαετής, -ής, -ές

  1. που είναι δώδεκα ετών, που έχει ηλικία δώδεκα χρόνων

Συνώνυμα

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ δωδεκαετής τὸ δωδεκαετές οἱ, αἱ δωδεκαετεῖς τὰ δωδεκαετ
Γενική τοῦ, τῆς δωδεκαετοῦς τοῦ δωδεκαετοῦς τῶν δωδεκαετῶν τῶν δωδεκαετῶν
Δοτική τῷ, τῇ δωδεκαετεῖ τῷ δωδεκαετεῖ τοῖς, ταῖς δωδεκαετέσι(ν) τοῖς δωδεκαετέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν δωδεκαετ τὸ δωδεκαετές τοὺς, τὰς δωδεκαετεῖς τὰ δωδεκαετ
Κλητική δωδεκαετές δωδεκαετές δωδεκαετεῖς δωδεκαετ
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική δωδεκαετεῖ
Γενική-Δοτική δωδεκαετοῖν

Ετυμολογία

δωδεκαετής < δώδεκα + έτος

Επίθετο

δωδεκαετής, -ής, -ές

  1. που είναι δώδεκα ετών, που έχει ηλικία δώδεκα χρόνων

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.