δώδεκα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δώδεκα < από το δύο και το δέκα.

Αριθμητικό

δώδεκα

  1. το απόλυτο αριθμητικό (12) που ακολουθεί το έντεκα και προηγείται του δεκατρία
  2. ποσότητα δέκα και δύο μονάδων
  3. μεσημέρι ή μεσάνυχτα
    ακριβώς στις δώδεκα την νύχτα

Παράγωγα

αριθμητικά
απόλυτο: δώδεκα
ψηφίο: δωδεκάρι
τακτικό: δωδέκατος
πολλαπλασιαστικό:  δωδεκαπλός
αναλογικό: δωδεκαπλάσιος
περιληπτικό: δωδεκάδα, δωδεκαριά  
επίρρημα: δωδεκάκις
πρόθημα: δωδεκα-
 
χρονικά
λεπτά: δωδεκάλεπτο
ώρες: δωδεκάωρο
ημέρες: δωδεκαήμερο
μήνες: δωδεκάμηνο
έτη: δωδεκαετία
διάρκεια: δωδεκαετής, δωδεκαετές - δωδεκάχρονος, δωδεκάχρονη, δωδεκάχρονο  

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.