εντεκάχρονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντεκάχρονος η εντεκάχρονη το εντεκάχρονο
      γενική του εντεκάχρονου της εντεκάχρονης του εντεκάχρονου
    αιτιατική τον εντεκάχρονο την εντεκάχρονη το εντεκάχρονο
     κλητική εντεκάχρονε εντεκάχρονη εντεκάχρονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντεκάχρονοι οι εντεκάχρονες τα εντεκάχρονα
      γενική των εντεκάχρονων των εντεκάχρονων των εντεκάχρονων
    αιτιατική τους εντεκάχρονους τις εντεκάχρονες τα εντεκάχρονα
     κλητική εντεκάχρονοι εντεκάχρονες εντεκάχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εντεκάχρονος < έντεκα + -χρονος

Επίθετο

εντεκάχρονος, -η, -ο και ενδεκάχρονος

  1. που είναι έντεκα χρονών
  2. που διαρκεί έντεκα χρόνια

εξάχρονος επτάχρονος / εφτάχρονος οκτάχρονος / οχτάχρονος εννιάχρονος δεκάχρονος εντεκάχρονος / ενδεκάχρονος δωδεκάχρονος δεκατριάχρονος δεκατετράχρονος δεκαπεντάχρονος ... εικοσάχρονος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.