δεκατριάχρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεκατριάχρονος | η | δεκατριάχρονη | το | δεκατριάχρονο |
| γενική | του | δεκατριάχρονου | της | δεκατριάχρονης | του | δεκατριάχρονου |
| αιτιατική | τον | δεκατριάχρονο | τη | δεκατριάχρονη | το | δεκατριάχρονο |
| κλητική | δεκατριάχρονε | δεκατριάχρονη | δεκατριάχρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεκατριάχρονοι | οι | δεκατριάχρονες | τα | δεκατριάχρονα |
| γενική | των | δεκατριάχρονων | των | δεκατριάχρονων | των | δεκατριάχρονων |
| αιτιατική | τους | δεκατριάχρονους | τις | δεκατριάχρονες | τα | δεκατριάχρονα |
| κλητική | δεκατριάχρονοι | δεκατριάχρονες | δεκατριάχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
δεκάχρονος εντεκάχρονος / ενδεκάχρονος δωδεκάχρονος δεκατριάχρονος δεκατετράχρονος δεκαπεντάχρονος δεκαεξάχρονος δεκαεπτάχρονος δεκαοκτάχρονος δεκαεννιάχρονος εικοσάχρονος
Μεταφράσεις
δεκατριάχρονος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.