δυστοκία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυστοκία οι δυστοκίες
      γενική της δυστοκίας των δυστοκιών
    αιτιατική τη δυστοκία τις δυστοκίες
     κλητική δυστοκία δυστοκίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυστοκία < αρχαία ελληνική δυστοκία < δυσ- + -τοκία < τίκτω

Ουσιαστικό

δυστοκία θηλυκό

  1. (ιατρική) οι δυσκολίες που παρουσιάζονται κατά την διαδικασία ενός τοκετού
  2. (μεταφορικά) οι δυσκολίες που παρουσιάζονται κατά την διαδικασία δημιουργίας ή ολοκλήρωσης ενός πράγματος

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δυστοκί αἱ δυστοκίαι
      γενική τῆς δυστοκίᾱς τῶν δυστοκιῶν
      δοτική τῇ δυστοκί ταῖς δυστοκίαις
    αιτιατική τὴν δυστοκίᾱν τὰς δυστοκίᾱς
     κλητική ! δυστοκί δυστοκίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δυστοκί
γεν-δοτ τοῖν  δυστοκίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυστοκία < δυσ- + τόκος + -ία < τίκτω

Ουσιαστικό

δυστοκία θηλυκό

  1. (ιατρική) δυστοκία, δύσκολος τοκετός, με πόνους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.