δρώμενο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δρώμενο τα δρώμενα
      γενική του δρώμενου
& δρωμένου
των δρώμενων
& δρωμένων
    αιτιατική το δρώμενο τα δρώμενα
     κλητική δρώμενο δρώμενα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρώμενο < δρώμενα < αρχαία ελληνική δρώμενα, ουδέτερο του δρώμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος δράω / δρῶ

Ουσιαστικό

δρώμενο ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό: δρώμενα)

  1. θέαμα (ενίοτε δραματοποιημένο) θρησκευτικού χαρακτήρα
  2. κάτι που διαδραματίζεται, κάποια γεγονότα ή θεάματα, συνήθως καλλιτεχνικά, πολιτικά ή κοινωνικά

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη δρω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.