διαδραματίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαδραματίζω < (ελληνιστική κοινή) < διά + δρᾶμα
Ρήμα
διαδραματίζω, πρτ.: διαδραμάτιζα, στ.μέλλ.: θα διαδραματίσω, αόρ.: διαδραμάτισα, παθ.φωνή: διαδραματίζεται
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαδραματίζω | διαδραμάτιζα | θα διαδραματίζω | να διαδραματίζω | διαδραματίζοντας | |
| β' ενικ. | διαδραματίζεις | διαδραμάτιζες | θα διαδραματίζεις | να διαδραματίζεις | διαδραμάτιζε | |
| γ' ενικ. | διαδραματίζει | διαδραμάτιζε | θα διαδραματίζει | να διαδραματίζει | ||
| α' πληθ. | διαδραματίζουμε | διαδραματίζαμε | θα διαδραματίζουμε | να διαδραματίζουμε | ||
| β' πληθ. | διαδραματίζετε | διαδραματίζατε | θα διαδραματίζετε | να διαδραματίζετε | διαδραματίζετε | |
| γ' πληθ. | διαδραματίζουν(ε) | διαδραμάτιζαν διαδραματίζαν(ε) |
θα διαδραματίζουν(ε) | να διαδραματίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαδραμάτισα | θα διαδραματίσω | να διαδραματίσω | διαδραματίσει | ||
| β' ενικ. | διαδραμάτισες | θα διαδραματίσεις | να διαδραματίσεις | διαδραμάτισε | ||
| γ' ενικ. | διαδραμάτισε | θα διαδραματίσει | να διαδραματίσει | |||
| α' πληθ. | διαδραματίσαμε | θα διαδραματίσουμε | να διαδραματίσουμε | |||
| β' πληθ. | διαδραματίσατε | θα διαδραματίσετε | να διαδραματίσετε | διαδραματίστε | ||
| γ' πληθ. | διαδραμάτισαν διαδραματίσαν(ε) |
θα διαδραματίσουν(ε) | να διαδραματίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαδραματίσει | είχα διαδραματίσει | θα έχω διαδραματίσει | να έχω διαδραματίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαδραματίσει | είχες διαδραματίσει | θα έχεις διαδραματίσει | να έχεις διαδραματίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διαδραματίσει | είχε διαδραματίσει | θα έχει διαδραματίσει | να έχει διαδραματίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαδραματίσει | είχαμε διαδραματίσει | θα έχουμε διαδραματίσει | να έχουμε διαδραματίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαδραματίσει | είχατε διαδραματίσει | θα έχετε διαδραματίσει | να έχετε διαδραματίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαδραματίσει | είχαν διαδραματίσει | θα έχουν διαδραματίσει | να έχουν διαδραματίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.