διαδραματίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαδραματίζω < (ελληνιστική κοινή) < διά + δρᾶμα

Ρήμα

διαδραματίζω, πρτ.: διαδραμάτιζα, στ.μέλλ.: θα διαδραματίσω, αόρ.: διαδραμάτισα, παθ.φωνή: διαδραματίζεται

  1. έχω ένα ρόλο, συμμετοχή, σε μια υπόθεση, εξέλιξη, γεγονός
    οι Μεγάλες Δυνάμεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις περιφερειακές εξελίξεις
     συνώνυμα: παίζω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.