δρώμενος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Μετοχή

δρώμενος αρσενικό

  • μετοχή, γένους αρσενικού, στην ονομαστική ενικού του ενεστώτα του δρῶμαι, μέσου και παθητικού του δρῶ, συνηρημένου τύπου του δράω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.