θέαμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θέαμα | τα | θεάματα |
| γενική | του | θεάματος | των | θεαμάτων |
| αιτιατική | το | θέαμα | τα | θεάματα |
| κλητική | θέαμα | θεάματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
θέαμα < αρχαία ελληνική θέαμα και θέημα (ιωνικός τύπος ) < θεάομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθe.a.ma/
Ουσιαστικό
θέαμα ουδέτερο
- η εικόνα αντικειμένων ή γεγονότων που βλέπει μπροστά του ο παρατηρητής ή θεατής, ικανή να προξενήσει συναισθηματικές αντιδράσεις
- μεγαλοπρεπές θέαμα
- θλιβερό θέαμα
- μαγευτικό θέαμα
- η δημόσια οργανωμένη παρουσίαση, κυρίως με σκοπό την ψυχαγωγία (δημόσιο θέαμα)
- φόρος δημοσίων θεαμάτων
- η παράσταση καλλιτεχνικού χαρακτήρα, ιδίως θέατρο ή κινηματογράφος
- φτηνό θέαμα
- κόσμος του θεάματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.