δραματοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δραματοποιημένος η δραματοποιημένη το δραματοποιημένο
      γενική του δραματοποιημένου της δραματοποιημένης του δραματοποιημένου
    αιτιατική τον δραματοποιημένο τη δραματοποιημένη το δραματοποιημένο
     κλητική δραματοποιημένε δραματοποιημένη δραματοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δραματοποιημένοι οι δραματοποιημένες τα δραματοποιημένα
      γενική των δραματοποιημένων των δραματοποιημένων των δραματοποιημένων
    αιτιατική τους δραματοποιημένους τις δραματοποιημένες τα δραματοποιημένα
     κλητική δραματοποιημένοι δραματοποιημένες δραματοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δραματοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δραματοποιώ

Προφορά

ΔΦΑ : /ðɾa.ma.to.pi.iˈme.nos/

Μετοχή

δραματοποιημένος, -η, -ο

  • που έχει λάβει τη μορφή δραματικού έργου, που παριστάνεται από ηθοποιούς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.