πατερό
| Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: έχει πληθυντικό όπως το πάτερο? ‑‑Sarri.greek ♫ | 02:50, 14 Ιανουαρίου 2024 (UTC) |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πατερό | τα | πατερά |
| γενική | του | πατερού | των | πατερών |
| αιτιατική | το | πατερό | τα | πατερά |
| κλητική | πατερό | πατερά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πατερό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πατερό (< πάτερον) < πάτ(ος) + -ερό.
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.teˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τε‐ρό
- τονικό παρώνυμο: πάτερο
Εκφράσεις
- κολοκύρια στο πατερό (κολοκύθια στο πάτερο)
Μεταφράσεις
πατερό
|
→ δείτε τη λέξη πάτερο |
Πηγές
- πάτερο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πάτερο & πατερό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ουσιαστικό
πατερό ουδέτερο
- άλλη μορφή του πατερόν: το πατερό
- άλλες μορφές: πάτερο, πάτερον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: πατερό
Πηγές
- ΠΑΤΕΡΌ, § 1130, Τόμος Α΄ - du Cange, Charles du Fresne - Δουκάγγιος (1688) Glossarium ad scriptores mediæ & infimæ Graecitatis […]. Lugduni: Apud Amissonios. Τόμοι:2. [μεσαιωνικά ελληνικά, ορισμοί στα λατινικά]
- σελ.250, Τόμος 15 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.