πατερό

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.
Παρατηρήσεις:  έχει πληθυντικό όπως το πάτερο? Sarri.greek  | 02:50, 14 Ιανουαρίου 2024 (UTC)

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πατερό τα πατερά
      γενική του πατερού των πατερών
    αιτιατική το πατερό τα πατερά
     κλητική πατερό πατερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πατερό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πατερό (< πάτερον) < πάτ(ος) + -ερό.

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.teˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πατερό
τονικό παρώνυμο: πάτερο

Ουσιαστικό

πατερό ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του πάτερο

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πατερό < πατερ(όν) + . Μορφολογικά αναλύεται σε πάτ(ος) + -ερό.

Ουσιαστικό

πατερό ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.